- μωκώμαι
- μωκῶμαι, -άομαι (ΑΜ)χλευάζω, περιπαίζω κάποιον κάνοντας μιμητικούς μορφασμούς («καὶ τὸ μὲν πρῶτον κιχλύζουσα μετ' ἐκείνης καὶ μωκωμένη, τὴν δυσμένειαν ἐνεδείκνυτο», Αλκίφρ.)αρχ.1. (για την καμήλα) μυκώμαι2. (η μτχ. αρσ. ενεστ.) μωκώμενοςαστειευόμενος, χωρατεύοντας, στα αστεία3. (σπάν. το ενεργ.) μωκῶ, -άωα) (κατά τον Κύριλλ.) «μωκῶνκαταγελῶν»β) (κατά το Ζωναρ.) «μωκῶλοιδωρῶ».[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για μεταρρηματικό παρ., οπότε τα ουσ. μωκός (ή μώκος) θα μπορούσαν να θεωρηθούν υποχωρητικά παρ. Η μαρτυρία τής λ. σε ένα ανώνυμο κείμενο, όπου φαίνεται να δηλώνει την κραυγή τής καμήλας, οδηγεί σε δύο συμπεράσματα: πρώτο ότι η λ. δεν απαντά μάλλον πριν από τον Αριστοτέλη ή τους ελληνιστικούς χρόνους και δεύτερο ότι δεν αποκλείεται η λ. να ανάγεται σε ονοματοποιία].
Dictionary of Greek. 2013.